εξωμάχος

εξωμάχος
ο батрак, работающий на полях

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εξωμάχος" в других словарях:

  • εξωμάχος — και ξωμάχος, ο αυτός που εργάζεται στα χωράφια, γεωργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + μάχος (< μάχομαι) πρβλ. θαλασσο μάχος] …   Dictionary of Greek

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • ξωμάχος — ο 1. αυτός που εργάζεται στα χωράφια, στην ύπαιθρο 2. απόμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξωμάχος, με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»